θερίζω

θερίζω
(ΑΜ θερίζω)
1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ' ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.)
2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους
(α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.)
3. απολαμβάνω τα αποτελέσματα τών ενεργειών μου, συγκομίζω τους καρπούς τών μόχθων μου (α. «ό,τι σπείρεις θα θερίσεις» β. «οἴει... τὴν ῥητορικὴν καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν», Πλάτ.)
νεοελλ.
βασανίζω, κάνω κάποιον να υποφέρει πολύ (α. «τόν θέρισε ο πόνος» β. «μέ θέρισε η πείνα»)
μσν.-αρχ.
κόβω («κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν ῥιπτεῑ θερίσας», Σοφ.)
αρχ.
1. κάνω καλή σοδειά
2. κερδίζω
3. περνώ το καλοκαίρι, παραθερίζω («θερίζουσι μὲν ἐν τοῑς ψυχροῑς, χειμάζουσι δὲ ἐν τοῑς ἀλεεινοῑς», Αριστοτ.)
4. κουρεύω («ἥτις [πῶλος]... θέρος θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο», Σοφ.)
5. (το αρσ. μτχ. ενεστ.) ὁ θερίζων (ενν. λόγος)
ονομασία λογικού σφάλματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος*.
ΠΑΡ. θερισμός, θεριστής
αρχ.
θεριστήρ, θεριστός, θέριστρα, θέριστρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θερίζω — do summer work pres subj act 1st sg θερίζω do summer work pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερίζω — θερίζω, θέρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θερίζω — θέρισα, θερίστηκα, θερισμένος 1. κόβω με δρεπάνι ή με άλλο μέσο σιτηρά ή χόρτα: Θερισμένα στάχυα. 2. μτφ., σκοτώνω πολλούς μαζί: Οι εχθροί θέρισαν ένα λόχο με τα πολυβόλα τους. – Η χολέρα θέρισε το μισό πληθυσμό αυτής της χώρας. 3. βασανίζω: Με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερίζετε — θερίζω do summer work pres imperat act 2nd pl θερίζω do summer work pres ind act 2nd pl θερίζω do summer work imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερίζῃ — θερίζω do summer work pres subj mp 2nd sg θερίζω do summer work pres ind mp 2nd sg θερίζω do summer work pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερίξω — θερίζω do summer work aor subj act 1st sg θερίζω do summer work fut ind act 1st sg θερίζω do summer work aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερίσει — θερίζω do summer work aor subj act 3rd sg (epic) θερίζω do summer work fut ind mid 2nd sg θερίζω do summer work fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερίσουσι — θερίζω do summer work aor subj act 3rd pl (epic) θερίζω do summer work fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θερίζω do summer work fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερίσουσιν — θερίζω do summer work aor subj act 3rd pl (epic) θερίζω do summer work fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θερίζω do summer work fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερίσω — θερίζω do summer work aor subj act 1st sg θερίζω do summer work fut ind act 1st sg θερίζω do summer work aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”